κατάρτι

Greek Monolingual

το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν)
ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά του πλοίου, ο ιστός του πλοίου
μσν.
δοκάρι
αρχ.
μέρος του υφαντικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. κατ-άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (< κατ(α)- + ἄρτιος)].