κατάχθονος
English (LSJ)
ὁ λιπαρός, ὁ τρόφιμος, Hsch.
Greek Monolingual
κατάχθονος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρόφιμος, ὁ λιπαρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χθονος (< χθων, -ονός «γη»), πρβλ. αυτόχθονος].
ὁ λιπαρός, ὁ τρόφιμος, Hsch.
κατάχθονος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρόφιμος, ὁ λιπαρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χθονος (< χθων, -ονός «γη»), πρβλ. αυτόχθονος].