καταθλιπτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία»)
2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον»)
3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» — αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση.
επίρρ...
καταθλιπτικά και καταθλιπτικώς
με καταθλιπτικό τρόπο, επαχθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].