Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κατακρεούργηση
Greek Monolingual
η 1. ο κατατεμαχισμός, άγριοςφόνος με μαχαίρι 2.μτφ. κακότεχνη εκτέλεση μουσικής, κάκιστη απαγγελία ποιήματος κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.<κατακρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρεούργησις, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Ξανθάκη].