καταστεγάζω

English (LSJ)

cover over, ῥιψὶ [τὸν νεκρόν] Hdt.4.71, cf. Pl.Criti. 115e; κ. τάφρον χόρτῳ Arist.HA603a5; roof over, IG22.463.52:—Pass., Gp.13.14.7.

French (Bailly abrégé)

couvrir, acc..
Étymologie: κατά, στεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στεγάζω van een dak voorzien, bedekken.

German (Pape)

bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4.71; Plat. Critia. 115e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίθιναι δοκοί DS. 2.10.

Russian (Dvoretsky)

καταστεγάζω: (тж. κ. ἄνωθεν Plat.) покрывать (τὸν νεκρὸν ῥιψί Her.; τὴν τάφρον χορτῳ καὶ λίθοις Arst., τὰς ὀροφὰς κατεστέγαζον λίθιναι δοκοί Diod.).

Greek Monolingual

(AM καταστεγάζω)
καλύπτω με στέγη, στεγάζω εντελώς, τοποθετώ στέγη σε όλη την έκταση ενός χώρου
μσν.-αρχ.
καλύπτω από πάνω, επικαλύπτω («τάφρον... καταστεγάσαντας χόρτῳ», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

καταστεγάζω: μέλ. -σω, σκεπάζω με στέγη, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεγάζω: σκεπάζω μὲ στέγην καὶ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίθιναι δοκοὶ Διόδ. 2. 10· ῥιψὶ τὸν νεκρὸν Ἡρόδ. 4. 71, πρβλ. Πλάτ. Κριτ. 15Ε· κ. χόρτῳ τὴν τάφρον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4.

Middle Liddell

fut. σω
to cover over, Hdt., Plat.