καταχωνιάζω

Greek Monolingual

1. χώνω βαθιά, κατακαλύπτω με χώμα, θάβω
2. κρύβω, εξαφανίζω («πού το καταχώνιασες πάλι το βιβλίο μου;»)
3. καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταχώνω κατά τα ρ. σε -ιάζω, κατά το σχήμα πληγ-ώνω: πληγ-ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < κατ(α)- + χώνη «χοάνη» + κατάλ. -ιάζω].