κατονειδίζω

English (LSJ)

= ὀνειδίζω, D.H.11.42.

German (Pape)

[Seite 1404] verstärktes simplex, D. Hal. 11, 42 λόγον, heftig tadeln.

Greek (Liddell-Scott)

κατονειδίζω: ὀνειδίζω, Διον. Ἁλ. 11. 42.

Greek Monolingual

κατονειδίζω (ΑΜ)
1. κατηγορώ κάποιον
2. εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
μσν.
μαλώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνειδίζω «ντροπιάζω, κατηγορώ»].