καυματηρός
English (LSJ)
ά, όν, very hot, Str.16.4.1.
German (Pape)
[Seite 1408] brennend heiß, Strab. XVI. 767, θάλαττα.
Greek (Liddell-Scott)
καυμᾰτηρός: -ά, -όν, ὁ καῦμα προξενῶν, θερμός, καίων (πρβλ. καυματώδης), ἡ κατὰ Πέρσας θάλασσα ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρὰ Στράβ. 767.
Greek Monolingual
καυματηρός, -ά, -όν (Α) καύμα
ο πολύ θερμός, ο πολύ ζεστός («δυσάερος οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά», Στράβ.).