καυματώδης
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
καυματῶδες,
A = καυματηρός, burning, scorching, θέρος οὐ λίην κ. Hp.Epid.1.4; νότος Arist.Mete.364b23; ὁδός D.S.19.18; ὥρα Longus 1.30.
2 feverish, ῥίγεα Hp.Prorrh.1.67, al.: metaph., ἡδονή Ach.Tat.2.37.
German (Pape)
[Seite 1408] ες, = καυματηρός; νότος Arist. Meteor. 2, 6; ὁδός D. Sic. 19, 18; Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυματώδης -ες [καῦμα] branderig; koortsig. Hp.
Russian (Dvoretsky)
καυμᾰτώδης: жгучий, знойный (νότος Arst.; ὁδός Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καυμᾰτώδης: ες = καυματηρός, καίων, καυστικός, θέρος οὐ λίην κ. Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 942· νότος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 21· κ. χωρίον Πολυδ. Ε΄, 110. 2) πυρετώδης, Ἱππ. Προρρ. 72D.
Greek Monolingual
καυματώδης, -ῶδες (ΑΜ) καύμα
αυτός που καίει πολύ («θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο», Ιπποκρ.)
αρχ.
πυρετώδης («καυματώδεα ῥίγεα»).