καφάσι
Greek Monolingual
(I)
το
1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών
2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε απόσταση μεταξύ τους, για την τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων και λαχανικών
3. η παρωπίδα της ιπποσκευής
4. ναυτ. α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες
β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το δάπεδο της βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafes].
(II)
το
κεφάλι («θα μού φύγει το καφάσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafa «κεφάλι»].