καφενείο

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο προσφέρεται καφές και άλλα ποτά, καθώς και γλυκά, και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαγειρείον, ταβερνείον). Η λ., στον λόγιο τ. καφενεῖον, μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].