καύχηση
Greek Monolingual
η (Α καύχησις) καυχώμαι
1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία
2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.
η (Α καύχησις) καυχώμαι
1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία
2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.