κεγχρίνης

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, is another species in Philum.Ven. 26.1, Nic.Th.463, Lyc.912, Paul.Aeg.5.18.
III in Poll.1.248, κεγχριδίας and κεγχρίας are f.ll. for καχρυδίας.
κεγχρ-ίνης, ὁ,
A v. κεγχρίας ΙΙ.
II a bird, Suid.

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, dasselbe; Nic. Th. 463; Lycophr. 912.

Greek Monolingual

κεγχρίνης, ὁ (Α)
φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφίνης, μοσχίνης)].