καχρυδίας
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A made of κάχρυς, ἄρτος Poll.6.33, 72.
II κ. πυρός wheat that resembles κάχρυς, Thphr. HP 8.4.3, CP3.21.2, Orib. inc.13.7. (The words of this group are freq. written καγχρ-.)
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ, = καγχρυδίας, πυρός, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.; – ἄρτος, Brot von gerösteter Gerste, Poll. 6, 72; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καχρῠδίας: -ου, ὁ, κατεσκευασμένος ἐκ κάχρυος, δηλ. πεφρυγμένης κριθῆς, ἄρτος Πολυδ. ς’, 33. 72. ΙΙ. κ. πυρός, σῖτος ὁμοιάζων πρὸς κάχρυν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2.
Greek Monolingual
καχρυδίας, ὁ (Α)
1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι
2. φρ. «καχρυδίας πυρός» — είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ- (κάχρυς,- υδος) + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακίας, τραπεζίας)).