καχρυδίας

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρῠδίας Medium diacritics: καχρυδίας Low diacritics: καχρυδίας Capitals: ΚΑΧΡΥΔΙΑΣ
Transliteration A: kachrydías Transliteration B: kachrydias Transliteration C: kachrydias Beta Code: kaxrudi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A made of κάχρυς, ἄρτος Poll.6.33, 72.
II κ. πυρός wheat that resembles κάχρυς, Thphr. HP 8.4.3, CP3.21.2, Orib. inc.13.7. (The words of this group are freq. written καγχρ-.)

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ, = καγχρυδίας, πυρός, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.; – ἄρτος, Brot von gerösteter Gerste, Poll. 6, 72; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καχρῠδίας: -ου, ὁ, κατεσκευασμένος ἐκ κάχρυος, δηλ. πεφρυγμένης κριθῆς, ἄρτος Πολυδ. ς’, 33. 72. ΙΙ. κ. πυρός, σῖτος ὁμοιάζων πρὸς κάχρυν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2.

Greek Monolingual

καχρυδίας, ὁ (Α)
1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι
2. φρ. «καχρυδίας πυρός» — είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ- (κάχρυς,- υδος) + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακίας, τραπεζίας)).