κενολογία

English (LSJ)

ἡ, empty, idle talk, Plu.2.1069d; chicanery, PMasp.126.50 (vi A.D.): κενεολογία, v.l. for γενεολογία in Max.Tyr.23.1.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leeres Geschwätz, Plut. adv. Stoic. 22 neben μεγαλαυχία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vain bavardage, langage frivole.
Étymologie: κενολόγος.

Russian (Dvoretsky)

κενολογία:пустая болтовня Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κενολογία: ἡ, ματιολογία, φλυαρία, λῆρος, κ. καὶ μεγαλαυχία Πλούτ. 2. 1069C· «κενολογίας καὶ ἀτοπίας» Φώτ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κενολογία, Α κενεολογία) κενολογώ
ομιλία χωρίς νόημα, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, αερολογία
αρχ.
στρεψοδικία.