κεντηματιά

Greek Monolingual

η
1. κέντηση, νύξη
2. η βελονιά του κεντήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, -τος + κατάλ. -ιά (πρβλ. δαγκωματιά, ζαρωματιά)].