κεραελκής
English (LSJ)
κεραελκές,
A drawing by the horns, (βόες) Call.Dian.179 (v.l. κερεαλκέες); Ἰώ Nonn. D. 3.382.
II = κερουλκός11.2, τόξα ib.20.225.
III v. κερατεσσεῖς.
German (Pape)
[Seite 1419] ές, mit den Hörnern ziehend, vom Pflugstier, Callim. Dian. 179. – Nach Hesych. auch an den Hörnern fortziehend.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰελκής: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κερεαλκής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κεραελκής, -ές (Α)
1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του
2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός
3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῖς
(κατά τον Ησύχ.) κερατεσσείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερε-αλκής «διακοσμημένος με κέρας» < κέρας + -ελκής (< ἕλκω, πρβλ, τοξ-ελκής), με αντιμετάθεση των ε-α σε α-ε].