κερατεσσεῖς
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ τῶν κεράτων· καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς, Hsch.
Greek Monolingual
κερατεσσεῖς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων
καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ-ος + -ε-, πιθ. κατά τα κερα-ελκής + -σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / -ομαι (πρβλ. βοσσόος)].