κερατεσσεῖς
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ τῶν κεράτων· καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς, Hsch.
Greek Monolingual
κερατεσσεῖς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων
καλοῦνται δὲ καὶ κεραελκεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ-ος + -ε-, πιθ. κατά τα κερα-ελκής + -σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / -ομαι (πρβλ. βοσσόος)].