κερεαλκής

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερεαλκής Medium diacritics: κερεαλκής Low diacritics: κερεαλκής Capitals: ΚΕΡΕΑΛΚΗΣ
Transliteration A: kerealkḗs Transliteration B: kerealkēs Transliteration C: kerealkis Beta Code: kerealkh/s

English (LSJ)

κερεαλκές, stout in the horns, ταῦρος A.R.4.468; βόες v.l. for κεραελκέες in Call.Dian.179.

German (Pape)

[Seite 1424] ές, poet. = κεραλκής; ταῦρος Ap. Rh. 4, 468; Callim. Dian. 179; Opp. Cyn. 2, 103.

Greek (Liddell-Scott)

κερεαλκής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεραλκής, ἔχων ἀλκὴν εἰς τὰ κέρατα, ταῦρος Καλλ. εἰς Δήμ. 179 (ἔνθα ὁ ἐφθαρμένος τύπος κεραελκὲς διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Bentl.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 468, καὶ συχν. παρὰ Νόνν.· πρβλ. μεγαλκής.

Greek Monolingual

κερεαλκής, -ές (Α)
αυτός που έχει δυνατά κέρατα («ταῦρος κερεαλκής», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αλκής (< αλκή), πρβλ. ετεραλκής, παναλκής].