κερώνυξ

Greek Monolingual

κερῶνυξ, -ώνυχος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. ως επίθ. του Πανός)
1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου
2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῦ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῦν τος, καθὰ ὥστε ἀκρωνυχίαν ὄρους φαμέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῶνυξ (< ὄνυξ), πρβλ. γαμψώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].