κερῶνυξ
From LSJ
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, with horn hoofs, Πάν D.P.995.
German (Pape)
[Seite 1426] υχος, mit hörnernen Hufen, Klauen, Pan, bei D. Per. 995. Vgl. κεροβάτης.
Greek (Liddell-Scott)
κερῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων χηλὰς ἢ ὁπλὰς ἐξ οὐσίας κερατίνης, Πὰν. Διον. Π. 995.
Greek Monolingual
κερῶνυξ, -ώνυχος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. ως επίθ. του Πανός)
1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου
2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῦ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῦν
τος, καθὰ ὥστε ἀκρωνυχίαν ὄρους φαμέν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῶνυξ (< ὄνυξ), πρβλ. γαμψώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].