κηρύκιον

English (LSJ)

τό,
A v. κηρύκειον.
II eyesalve, Alex.Trall. 2.
III in plural, sharp, pointed stones, Paul.Aeg.6.88.

German (Pape)

[Seite 1434] τό, 1) = κηρύκειον, Heroldstab, κηρύκια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν Din. 1, 18, auch sonst als v.l. – 2) die Meerschnecke, die auch κήρυξ heißt; – eine Augensalbe. – [Υ ist kurz gebraucht von Nicarch. 31 (XI, 124) u. Leo phil. 9 (IX, 541).]

Russian (Dvoretsky)

κηρύκιον: (ῡ, Anth. ῠ) τό = κηρύκειον.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκιον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κηρύκειον. ΙΙ. εἶδος ὀστρακόδερμου, πρβλ. κῆρυξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 131.

Greek Monolingual

κηρύκιον, τὸ (Α) κήρυξ
1. δ. γρφ. του κηρύκειον
2. κολλύριο
3. στον πληθ. τὰ κηρύκια
οξείς, μυτεροί λίθοι.

English (Woodhouse)

herald's staff

Lexicon Thucydideum

caduceus, herald's staff, 1.53.1.