κιλλίβαντας

Greek Monolingual

ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)
βάση, στήριγμα
νεοελλ.
συσκευή με τροχούς επάνω στην οποία στηρίζεται ο σωλήνας του πυροβόλου και κατά την βολή και κατά τη μεταφορά του
αρχ.
1. βάση πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη
2. (συν. στον πληθ. οἱ κιλλίβαντες
α) στήριγμα με τρία σκέλη για την τοποθέτηση ασπίδων («τοὺς κιλλίβαντας οἶσε, παῖ, τῆς ἀσπίδος», Αριστοφ.)
β) το καβαλέτο του ζωγράφου
γ) μέρος του σκελετού άρματος
δ) υποστήριγμα βήματος ή εξέδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος «όνος» + επίθημα -βᾱς (< βαίνω) αναλογικά προς τη λ. οκρίδας. Για τη σημασιολογική σχέση τών λέξεων κίλλος - κιλλίβας πρβλ. όνος - ονίσκος].