κινώπετον
English (LSJ)
τό, venomous beast, esp. serpent, Call.Jov.25, Nic.Th. 27, 195:—also κινωπηστής, οῦ, ὁ, ib.141.
German (Pape)
[Seite 1441] τό; von κινέω, wie ἑρπετόν von ἕρπω; vgl. auch κνώψ; nach den Alten für κινώπεδα, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ, τῷ ἐδάφει κινεῖσθαι, wilde, gefährliche Tiere, bes. Schlangen u. anderes giftiges Gewürm; Callim. Iov. 25; Nic. Ther. 26. 195.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνώπετον: τό, ζῷον δηλητηριῶδες, ἰδίως ὄφις, Καλλ. εἰς Δία 25, Νικ. Θηρ. 27, 195· ― Περὶ τοῦ τὺπου, πρβλ. δακετόν, ἑρπετόν·― ὡσαύτως κῐνωπηστής, οῦ, ὁ, = κινώπετον, ὡς ἑρπηστὴς = ἑρπετόν, Νικ. Θηρ. 141· ἰδίως Λοβ. Μαραλ. 449.
Greek Monolingual
κινώπετον, τὸ (Α)
1. δηλητηριώδες ζώο
2. (ειδ.) φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» — σχηματίστηκε με ανάπτυξη του φωνήεντος -ι- μεταξύ τών συμφώνων κν- και εμφανίζει επίθημα -ετον (πρβλ. μάσπετον, όρπετον)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: venomenous animal, esp. snake (Call. Jov. 25, Nic. Th. 27 a. 195);
Compounds: κινωπηστής, -οῦ m. id. (Nic. Th. 141), s. below.
Origin: (PG [a word of Pre-Greek origin])
Etymology: Ending as ἑρπετόν, δακετόν resp. ἑρπηστής; prob. with Persson Studien 177 to κνώψ venomenous animal (s. v.) with sec. vowel.
Frisk Etymology German
κινώπετον: {kinṓpeton}
Forms: κινωπηστής, -οῦ m. ib. (ebd. 141).
Grammar: n.
Meaning: ‘giftiges Tier, insbes. Schlange’ (Kall. Jov. 25, Nik. Th. 27 u. 195);
Etymology: Ausgang nach ἑρπετόν, δακετόν bzw. ἑρπηστής; wohl mit Persson Studien 177 zu κνώψ giftiges Tier (s. d.) mit Vokalentfaltung.
Page 1,856-857