κοιλιακός

English (LSJ)

κοιλιακή, κοιλιακόν,
A of the bowels, ἀρρώστημα Plu.Ant.49; διάθεσις Gal.8.388; τὰ κ. Dsc.1.42.
II of persons, suffering in the bowels, ib.73, Ruf. ap. Orib.8.24.30, Philagr.ib.5.20.2, Plu.2.101c, Gal.6.525.

German (Pape)

[Seite 1466] am Unterleibe, an der Verdauung leidend, Medic.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλιακός -ή -όν [κοιλία] van de darmen:. κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν zij vielen ten prooi aan darminfecties Plut. Ant. 49.6.

Russian (Dvoretsky)

κοιλιακός: брюшной, желудочный (ἀρρωστήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιακός: -ή, -όν, τῆς κοιλίας, ἀνήκων εἰς τὴν κοιλίαν, Διοσκ. 1, 51, Γαλην. 2, 263C, κλ. 2) ὁ πάσχων τὴν κοιλίαν ἢ τὰ ἐντόσθια, Γαλην. 6. 323F, Διοσκ. 1. 101, 116, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. 2. 211, 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Achmes.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κοιλιακός, -ή, -όν) κοιλία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῖς και κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοιλιακά
κάθε μορφής νόσοι του εντερικού σωλήνα, ιδίως στα παιδιά
2. φρ. ανατ. α) «κοιλιακή αρτηρία» — παχύς κλάδος της αορτής που εκφύεται κάτω από το διάφραγμα στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος
β) «λαρυγγική κοιλία» — καθένα από τα δύο πλάγια εκκολπώματα που παρουσιάζει ο λάρυγγας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιλιακόν
βαριά νόσος της κοιλιάς, πιθ. τύφος ή δυσεντερία («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν ἔδεσμα κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», Γαλ.).
επίρρ...
κοιλιακῶς
μσν.
στην κοιλιά, κατά την κοιλιά («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»).