κοιλιοκήλη
Greek Monolingual
η
ιατρ. πρόπτωση ενδοκοιλιακού σπλάγχνου δια μέσου ασθενούς σημείου τών κοιλιακών τοιχωμάτων, συνήθως ύστερα από κάποια εγχείρηση ή ως αποτέλεσμα διάστασης τών κοιλιακών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κήλη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. abdominal hernia. Η λ. μαρτυρείται από το 1853].