κοινογραφώ

Greek Monolingual

κοινογραφῶ, -έω (Μ)
1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός
2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο
3. παθ. κοινογραφοῦμαι, -έομαι
(για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῦ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν περισπωμένων έστίν, ὅτε κοινογραφεῖται»
Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρογραφώ, δημοσιογραφώ].