δημοσιογραφώ
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
(-έω)
1. είμαι δημοσιογράφος
2. δημοσιεύω συνεργασία σε εφημερίδα ή σε περιοδικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικ. Σαρίπολο].