κοινώ

Greek Monolingual

κοινῶ, -όω (Α) κοινός
1. κάνω γνωστό σε κάποιον κάτι, κοινοποιώ, μεταδίδω σε κάποιον κάτι, γνωστοποιώ, ανακοινώνω σε κάποιον κάτι (α. «τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.)
β. «νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν», Πίνδ.)
2. κάνω κάποιον μέτοχο ενός πράγματος
3. μιαίνω, μολύνω
4. μέσ. κοινοῦμαι, -όομαι
α) (σχετικά με θεούς ή με μαντεία) συμβουλεύομαι
β) συμφωνώ με κάποιον
γ) βάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
δ) συμμετέχω σε κάτι
ε) ενεργώ από κοινού με κάποιον άλλο
στ) θεωρώ ως ακάθαρτο ή βέβηλο
ζ) παθ. κοινοῦμαι, -όομαι
συνουσιάζομαι
η) φρ. «κοινοῦμαι χρώματι» — χρωματίζομαι (Πλάτ.).