κοιτίδα

Greek Monolingual

η (Α κοιτίς, -ίδος) κοίτη νεοελλ.]
1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι
2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα
3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα του πολιτισμού»)
αρχ.
1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη
2. καλάθι, πανέρι («κοιτίδας πλεκτάς ἐκ φοίνικος», Αρρ.).