το (Α κολλύριον) κολλύραυγρό φάρμακο τοπικής χρήσης που ενσταλάζεται στα μάτια για θεραπεία οφθαλμικών παθήσεωναρχ.1. πολτός, αλοιφή2. λεπτός πηλός πάνω στον οποίο τυπωνόταν μια σφραγίδα3. κουλούρα.