κοπανίζω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1482] stoßen, zerstoßen, Sp., wie LXX u. Medic. κοπανισμός, ὁ, das Zerschlagen, Hesych.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Γαλην. τ. 14, σ. 461, 7, κλ.
Greek Monolingual
(ΑM κοπανίζω) κόπανον
χτυπώ με τον κόπανο
νεοελλ.
φρ. «κοπανίζω αέρα» — αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις
νεοελλ.-μσν.
1. χτυπώ κάτι στο γουδί και το συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια»)
2. χτυπώ αλύπητα, δέρνω ανελέητα
μσν.
1. χτυπώ κάτι δυνατά
2. φρ. «κοπανίζω το νερό» — ματαιοπονώ.