στουμπίζω
From LSJ
Ν στούμπος
1. σπάω, κομματιάζω χτυπώντας με τον στούμπο, με τον κόπανο («στουμπίζω τα σκόρδα»)
2. δέρνω με γροθιές ή με ξύλο κάποιον
3. δίνω ή παίρνω θέλοντας και μη (α. «μού στούμπισε δέκα χιλιάδες» β. «στούμπισε γερή προίκα»)
4. (με αισχρή σημ.) καβαλώ, συνουσιάζομαι.