κορακοειδής
English (LSJ)
κορακοειδές,
A like a raven, of raven kind, Arist.HA488b5:—also κορακώδης, ες, Id.GA756b21, PA662b7.
2 like a crow's beak, ἀπόφυσις τῆς ὠμοπλάτης Gal UP13.12, cf. eund.2.275.
German (Pape)
ές, rabenartig; ὄρνιθες Arist. H.A. 1.1; Galen.
Russian (Dvoretsky)
κορᾰκοειδής: похожий на ворона, вороновый (ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κορᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κόρακα, ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κόρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 1, 30· οὕτω κορᾰκώδης, ες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 6, 3, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 15. 2) ὅμοιος πρὸς τὸ ῥάμφος κόρακος, Γαλην. 2. 275.
Greek Monolingual
ές (ΑM κορακοειδής, -ές και κορακώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με κόρακα
νεοελλ.
1. αγκιστροειδής
2. φρ. «κορακοειδής απόφυση»
ανατ. προεξοχή του άνω χείλους του οστού της ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. coracoid].