κορακώδης

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακώδης Medium diacritics: κορακώδης Low diacritics: κορακώδης Capitals: ΚΟΡΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: korakṓdēs Transliteration B: korakōdēs Transliteration C: korakodis Beta Code: korakw/dhs

English (LSJ)

κορακῶδες, like a raven, of raven kind; v. κορακοειδής.

Greek Monolingual

κορακώδης, κορακῶδες (Α) κόραξ
αυτός που μοιάζει με κόρακα ή με το ράμφος του, κορακοειδής.

Russian (Dvoretsky)

κορακώδης: Arst. = κορακοειδής.

German (Pape)

ες, = κορακοειδής, Arist. gen.an. 3.6 und öfter.