η (Μ κορασίδα και κορασίς, -ίδος)1. νεαρή γυναίκα, κοράσι2. ακόλουθος, θεραπαινίδανεοελλ.είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδαμσν.κόρη, θυγατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσ-ιον + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. ακατίς, κληματίς)].