κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχανάς, φαγάς)].