κορυνομάχος

English (LSJ)

gloss on κορυνήτης, Hsch.

Greek Monolingual

κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονομάχος, ξιφομάχος].

German (Pape)

Εrkl. von κορυνήτης, Hesych., bei dem κορυνίτης steht.