κορφολογώ

Greek Monolingual

-άω και κορυφολογώ, -έω (Μ κορυφολογῶ, -έω) κορφολόγος
νεοελλ.
1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι)
2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα
μσν.
επιλέγω.