η (Μ κουφάλα)κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχονεοελλ.1. κοιλότητα του δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα2. γυναίκα του δρόμου, πόρνημσν.υπόγεια σήραγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + -άλα (πρβλ. κρεμ-άλα, φουσκ-άλα)].