Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τερηδόνα

From LSJ

Greek Monolingual

η / τερηδών, -όνος, ΝΜΑ, και τρηδόνα Ν
1. έντομο που κατατρώγει το ξύλο, το σαράκι
2. τοπική νόσος τών δοντιών, που οδηγεί εξελικτικά στην καταστροφή τών οδοντικών ιστών, με απαρχή την αφαλάτωση της αδαμαντίνης και καταστροφή του οργανικού της στοιχείου και στη συνέχεια την αφαλάτωση τών οδοντικών σωληναρίων και καταστροφή του οργανικού υποστρώματος της οδοντίνης, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό κοιλότητας και προσβολή του πολφού
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος ελασματοβράγχιων μαλακίων τα οποία διατρυπούν τα ξύλα που βρίσκονται μέσα στο νερό της θάλασσας
2. νόσος τών σιτηρών κατά την οποία αντί για καρπός σχηματίζεται γκριζωπός σάκος που περιέχει δυσώδη σκόνη
αρχ.
1. προνύμφη είδους κολεοπτέρων που προσβάλλει τις κυψέλες
2. σκουλήκι που προσβάλλει τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα ter1 «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω, τέρετρο) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀλγηδών, πεμφρηδών, τενθρηδών). Η λ. ως όρος της ζωολ. είναι απόδοση του ελληνογενούς ξεν. όρου teredo (< λατ. teredo, -inis < τερηδών)].