κουφός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ κουφός και κωφός, -ή, -όν)
αυτός που δεν ακούει καθόλου ή ακούει λίγο, κωφός
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κρυφά και αθόρυβα
2. (το ουδ.) κουφό
(για λόγια ή πράξεις) ανόητο ή παράδοξο
3. το ουδ. ως ουσ. το κουφό
το ποντίκι
4. φρ. «στα κουφά» — αθόρυβα
5. παροιμ. α) «στού κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» — λέγεται γι' αυτούς που δεν συγκινούνται ή δεν αλλάζουν γνώμη
β) «κουφού καμπάνα κι αν λαλείς, νεκρόν κι αν γαργαλίζεις» — λέγεται γι' αυτούς που ματαιοπονούν.
επίρρ...
κουφά
1. χωρίς ακοή
2. αθόρυβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κωφός, με κώφωση του -ω- σε -ου-.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κουφαίνω
νεοελλ.
κούφαλος, κουφαμάρα, κουφίζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κουφ(ο)- (Ι). (Β' συνθετικό) νεοελλ. απόκουφος, θεόκουφος, ολόκουφος].