κοφινέλο

Greek Monolingual

το
αλιευτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ψαριών που κινούνται κατά σμήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοφίνι + κατάλ. -έλο (< ιταλ. -ello), πρβλ. μοντέλο, καπέλο].