κοφινῶδες, like a basket, πλέγμα Sch.Ar.Ach.332.
κοφῐνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόφινον, Σχόλ. Ἀριστοφ. εἰς Ἀχ. 333.
κοφινώδης, -ῶδες (Α)αυτός που μοιάζει με κοφίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ερεβώδης, πορώδης)].
ες, korbartig; πλέγμα, Schol. Ar. Ach. 332.