κρεανομώ

Greek Monolingual

κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) κρεανόμος
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα της θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῦμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες», Θεόκρ.).