κρεοβόρος

English (LSJ)

κρεοβόρον, fed on flesh, A.Supp.287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meat

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, βιβρώσκω.

German (Pape)

Fleisch essend.

Russian (Dvoretsky)

κρεοβόρος: питающийся мясом (Ἀμαζόνες Aesch. - v.l. κρεόβροτος).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοβόρος: -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, κρεοφάγος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοβόρος, ὁ (Α)
κρεατοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημοβόρος, σαρκοβόρος].