κρουσιμετρώ

Greek Monolingual

(Α κρουσιμετρῶ, -έω) κρουσιμέτρης
νεοελλ.
εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού
αρχ.
εξαπατώ κατά το ζύγισμα του σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῖν, ἐλλιπῶς μετρεῖν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).