= ἱμείρω, Theognost.Can.21 (cf. Archil.176).
και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) κρύοςνεοελλ.1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι3. αποθαρρύνομαιμσν.ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ2. κρυολογώ.