κρόκεος

English (LSJ)

κρόκεον, (κρόκος) saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.

German (Pape)

saffranartig, saffrangelb; εἷμα Pind. P. 4.413; πέπλος Eur. Hec. 468; πέταλα Ion 889; ἀστέρων κρόκεος ὄχος Tr. 856; Sp., wie Philodem. (X.21).

Russian (Dvoretsky)

κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).

English (Slater)

κρόκεος saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v.l. κροκόεν) (P. 4.232)

Greek Monolingual

κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.

Middle Liddell

κρόκεος, ον κρόκος
saffron-coloured, Pind., Eur.