κυανόθριξ

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -τριχος, dark-haired, Orph. A. 1194; χαίτη AP 6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1521] τριχος, mit dunklem Haare; Orph. Arg. 1192; χαίτη Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux d'un noir bleuâtre.
Étymologie: κύανος, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνόθριξ: τριχος adj. темноволосый, темный (χαίτη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ἔχων μελαίνας τρίχας, Ὀρφ. Ἀργ. 1192, Ἀνθ. Π. 6. 250.

Greek Monolingual

κυανόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει σκούρα μαλλιά, μελανόχρωμο τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + θρίξ «τρίχα» (πρβλ. μελανόθριξ, πυρινόθριξ)].

Greek Monotonic

κυᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

dark-haired, Anth.